- ψάλτης
- ο, θηλ. ψάλτρια, ΝΜΑ, τ. θηλ. και ψάλτρα Ν [ψάλλω]εκκλησιαστικό υπούργημα τού κατώτερου κλήρου τή Ορθόδοξης Εκκλησίας, απονεμόμενο σε ειδικά καταρτισμένους για την εκτέλεση τών εκκλησιαστικών ύμνων πιστούς, ιεροψάλτηςνεοελλ.1. ποιητής που υμνεί κάτι, βάρδος («ο Σολωμός υπήρξε ψάλτης τής ελευθερίας»)2. κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών τού γένους προυνέλ(λ)α3. παροιμ. «απορία ψάλτου βηξ» — λέγεται για όσους δεν μπορούν να δώσουν απάντηση σε κάτι και χρονοτριβούναρχ.1. παίκτης έγχορδου μουσικού οργάνου2. προσωνυμία τού Απόλλωνος.
Dictionary of Greek. 2013.